- σωτήρας
- Όνομα τεσσάρων οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ., υψόμ. 5).
2. Ορεινός οικισμός (141 κάτ., υψόμ. 595), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αμυνταίου.
3. Ημιορεινός οικισμός (113 κάτ., υψόμ. 180), στην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αιγίου.
4. Ημιορεινός οικισμός (55 κάτ., υψόμ. 350), στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αρεόπολης.
* * *ο / σωτήρ, -ῆρος, ΝΜΑ, θηλ. σώτειρα ΝΜΑ, και λόγιος τ. σωτήρ Ν, και σαωτήρ και σοτήρ Α1. αυτός που σώζει από τον θάνατο, από κακό, από συμφορά (α. «τον ευεργέτη μου και τον σωτήρα μου» β. «Σωτῆρας ἀνηγόρευσε Ἑλλάδος», Πλούτ.γ. «νῡν δὲ Ἀθηναίους ἄν τις λέγων σωτῆρας γενέσθαι τῆς Ἑλλάδος οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι», Ηρόδ.)2. (για τον Χριστό) αυτός που σώζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον θάνατο με τη σταύρωση και την ανάστασή του (α. «τού Σωτήρος δεν πήγαμε πουθενά» β. «συγκαταβαίνων ὁ Σωτὴρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων», Μηναί.γ. «ἐτέχθη ὑμῑν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστι, Χριστὸς Κύριος», ΚΔ)νεοελλ.φρ. «μεταμόρφωση τού Σωτήρος» — βλ. μεταμόρφωσηαρχ.1. προσωνυμία τού Διός που δεχόταν τις ευχές όσων επέστρεφαν ασφαλείς από ταξίδι και στον οποίο αφιερωνόταν το τρίτο ποτήρι τού οίνου2. προσωνυμία διαφόρων θεών, προστατών, πολιούχων, αυτοκρατόρων3. ονομασία μήνα που δόθηκε επί Καλλιγούλα4. κόκκος αλατιού5. (το. θηλ.) η σώτειραα) προσωνυμία διαφόρων θεοτήτωνβ) ονομασία αντιδότου6. φρ. «σωτήρες τιμαί» — το προνόμιο να ενεργεί κανείς σωστικά (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σω- τού ρ. σῴζω (βλ. λ. σώζω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. δοτήρ / δό-τειρα, θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.